- ανατυπώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, ξανατυπώνω βιβλίο, περιοδικό κτλ. χωρίς αλλαγές: Επανειλημμένα ανατυπώθηκε ο «Λουκής Λάρας» του Δημ. Βικέλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανατυπώνω — ανατυπώνω, ανατύπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανατυπώνω — (Α ἀνατυπῶ, όω) νεοελλ. ξανατυπώνω, επανεκδίδω, αναδημοσιεύω αρχ. 1. σφραγίζω πάλι 2. σχεδιάζω κάτι στη φαντασία μου … Dictionary of Greek
ξανατυπώνω — ανατυπώνω, επανεκδίδω … Dictionary of Greek
μετατυπώνω — (ΑΜ μετατυπῶ, όω, Μ και ματατυπώνω) νεοελλ. μσν. τυπώνω εκ νέου, ξανατυπώνω, ανατυπώνω αρχ. 1. μετασχηματίζω, μεταποιώ, μεταβάλλω τον τύπο κάποιου 2. μεταβάλλω τη γραφή 3. (γενικά) τροποποιώ, μετατρέπω … Dictionary of Greek
μετατυπώνω — μετατύπωσα, μετατυπώθηκα, μετατυπωμένος, τυπώνω πάλι κάτι που είναι τυπωμένο, ανατυπώνω, επανεκδίδω: Μετατύπωσε ορισμένα από τα σημαντικότερα αρχαία κείμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)